αποδιαιτώ

αποδιαιτώ
ἀποδιαιτῶ (-άω) (Α)
1. αθωώνω κάποιον ως διαιτητής
2. αποφασίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + διαιτώ (-άω) «είμαι διαιτητής, κρίνω ή δικάζω ως διαιτητής, αποφασίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”